antagonisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- antagonisto < antagonist- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antagonisto | antagonistoj |
αιτιατική | antagoniston | antagonistojn |
antagonisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antagonisto | antagonistoj |
αιτιατική | antagoniston | antagonistojn |
antagonisto (eo)