antaŭvidebla
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- antaŭvidebla < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭvidebla | antaŭvideblaj |
αιτιατική | antaŭvideblan | antaŭvideblajn |
antaŭvidebla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭvidebla | antaŭvideblaj |
αιτιατική | antaŭvideblan | antaŭvideblajn |
antaŭvidebla (eo)