anoncisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anoncisto | anoncistoj |
αιτιατική | anonciston | anoncistojn |
anoncisto (eo)
- ο ομιλητής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anoncisto | anoncistoj |
αιτιατική | anonciston | anoncistojn |
anoncisto (eo)