anomalio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anomalio | anomalioj |
αιτιατική | anomalion | anomaliojn |
anomalio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anomalio | anomalioj |
αιτιατική | anomalion | anomaliojn |
anomalio (eo)