ankro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ankro | ankroj |
αιτιατική | ankron | ankrojn |
ankro (eo)
- η άγκυρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ankro | ankroj |
αιτιατική | ankron | ankrojn |
ankro (eo)