ενικός         πληθυντικός  
animal feed animal feeds

  Ετυμολογία

επεξεργασία
animal feed < → δείτε τις λέξεις animal και feed

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

animal feed (en)

  • η τροφή για ζώα, η ζωοτροφή
    ⮡  The barn was full of animal feed for the animals.
    Ο αχυρώνας ήταν γεμάτος ζωοτροφές για τα ζώα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη feed
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 895. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τροφή