angoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | angoro | angoroj |
αιτιατική | angoron | angorojn |
angoro (eo)
- η αγωνία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | angoro | angoroj |
αιτιατική | angoron | angorojn |
angoro (eo)