Ετυμολογία

επεξεργασία
anfibio < λατινική amphibius > αρχαία ελληνική ἀμφίβιος < ἀμφί + βίος

  Επίθετο

επεξεργασία

anfibio (it)

  1. (ζωολογία) αμφίβιος
  2. (τεχνολογία) κατασκευή που μπορεί να κινηθεί αποτελεσματικά στην ξηρά και στο νερό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

anfibio (it)

  1. (ζώο) που είναι (αμφίβιο), ή ανήκει στα Αμφίβια
  2. τύπος αεροπλάνου που προσγειώνεται σε ξηρά και νερό