Δείτε επίσης: αμφίβιος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀμφίβιος τὸ ἀμφίβιον οἱ, αἱ ἀμφίβιοι τὰ ἀμφίβια
Γενική τοῦ, τῆς ἀμφιβίου τοῦ ἀμφιβίου τῶν ἀμφιβίων τῶν ἀμφιβίων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμφιβίῳ τῷ ἀμφιβίῳ τοῖς, ταῖς ἀμφιβίοις τοῖς ἀμφιβίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀμφίβιον τὸ ἀμφίβιον τοὺς, τὰς ἀμφιβίους τὰ ἀμφίβια
Κλητική ἀμφίβιε ἀμφίβιον ἀμφίβιοι ἀμφίβια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμφιβίω
Γενική-Δοτική ἀμφιβίοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφίβιος < ἀμφί- + βίος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμφίβιος, -ος, ον

  • που ζει διπλή ζωή, που ζει σε δύο μέρη