ἀμφίβιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀμφίβιος | τὸ ἀμφίβιον | οἱ, αἱ ἀμφίβιοι | τὰ ἀμφίβια |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀμφιβίου | τοῦ ἀμφιβίου | τῶν ἀμφιβίων | τῶν ἀμφιβίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀμφιβίῳ | τῷ ἀμφιβίῳ | τοῖς, ταῖς ἀμφιβίοις | τοῖς ἀμφιβίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀμφίβιον | τὸ ἀμφίβιον | τοὺς, τὰς ἀμφιβίους | τὰ ἀμφίβια |
Κλητική | ἀμφίβιε | ἀμφίβιον | ἀμφίβιοι | ἀμφίβια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀμφιβίω | |||
Γενική-Δοτική | ἀμφιβίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀμφίβιος, -ος, ον
- που ζει διπλή ζωή, που ζει σε δύο μέρη
Πηγές
επεξεργασία- ἀμφίβιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφίβιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.