anestezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- anestezo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anestezo | anestezoj |
αιτιατική | anestezon | anestezojn |
anestezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anestezo | anestezoj |
αιτιατική | anestezon | anestezojn |
anestezo (eo)