anemono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- anemono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anemono | anemonoj |
αιτιατική | anemonon | anemonojn |
anemono (eo)
- η ανεμώνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anemono | anemonoj |
αιτιατική | anemonon | anemonojn |
anemono (eo)