anaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anaro | anaroj |
αιτιατική | anaron | anarojn |
anaro (eo)
- η ομάδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anaro | anaroj |
αιτιατική | anaron | anarojn |
anaro (eo)