anakoreto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anakoreto | anakoretoj |
αιτιατική | anakoreton | anakoretojn |
anakoreto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anakoreto | anakoretoj |
αιτιατική | anakoreton | anakoretojn |
anakoreto (eo)