anabaptismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- anabaptismo < anabaptism- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anabaptismo | anabaptismoj |
αιτιατική | anabaptismon | anabaptismojn |
anabaptismo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anabaptismo | anabaptismoj |
αιτιατική | anabaptismon | anabaptismojn |
anabaptismo (eo)