anĉovo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anĉovo | anĉovoj |
αιτιατική | anĉovon | anĉovojn |
anĉovo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anĉovo | anĉovoj |
αιτιατική | anĉovon | anĉovojn |
anĉovo (eo)