amuzilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- amuzilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amuzilo | amuziloj |
αιτιατική | amuzilon | amuzilojn |
amuzilo (eo)
- το παιχνιδάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amuzilo | amuziloj |
αιτιατική | amuzilon | amuzilojn |
amuzilo (eo)