amplifilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amplifilo | amplifiloj |
αιτιατική | amplifilon | amplifilojn |
amplifilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amplifilo | amplifiloj |
αιτιατική | amplifilon | amplifilojn |
amplifilo (eo)