ampero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ampero | amperoj |
αιτιατική | amperon | amperojn |
ampero (eo)
- το αμπέρ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ampero | amperoj |
αιτιατική | amperon | amperojn |
ampero (eo)