ametisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ametisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ametisto | ametistoj |
αιτιατική | ametiston | ametistojn |
ametisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ametisto | ametistoj |
αιτιατική | ametiston | ametistojn |
ametisto (eo)