ambro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambro | ambroj |
αιτιατική | ambron | ambrojn |
ambro (eo)
- το ήλεκτρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambro | ambroj |
αιτιατική | ambron | ambrojn |
ambro (eo)