ambivalenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ambivalenco < ambivalenc- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambivalenco | ambivalencoj |
αιτιατική | ambivalencon | ambivalencojn |
ambivalenco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambivalenco | ambivalencoj |
αιτιατική | ambivalencon | ambivalencojn |
ambivalenco (eo)