ambicio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambicio | ambicioj |
αιτιατική | ambicion | ambiciojn |
ambicio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambicio | ambicioj |
αιτιατική | ambicion | ambiciojn |
ambicio (eo)