ambasado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambasado | ambasadoj |
αιτιατική | ambasadon | ambasadojn |
ambasado (eo)
- η πρεσβεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ambasado | ambasadoj |
αιτιατική | ambasadon | ambasadojn |
ambasado (eo)