amareco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amareco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amareco | amarecoj |
αιτιατική | amarecon | amarecojn |
amareco (eo)
- η πικρίλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amareco | amarecoj |
αιτιατική | amarecon | amarecojn |
amareco (eo)