amaranto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaranto | amarantoj |
αιτιατική | amaranton | amarantojn |
amaranto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amaranto | amarantoj |
αιτιατική | amaranton | amarantojn |
amaranto (eo)