amantino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amantino | amantinoj |
αιτιατική | amantinon | amantinojn |
amantino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amantino | amantinoj |
αιτιατική | amantinon | amantinojn |
amantino (eo)