alvoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvoko | alvokoj |
αιτιατική | alvokon | alvokojn |
alvoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alvoko | alvokoj |
αιτιατική | alvokon | alvokojn |
alvoko (eo)