Ετυμολογία

επεξεργασία
alveno < alven- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική alveno alvenoj
αιτιατική alvenon alvenojn

alveno (eo)

la alveno de la komputiloj - η εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών