aluno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aluno | alunoj |
αιτιατική | alunon | alunojn |
aluno (eo)
- η στύψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aluno | alunoj |
αιτιατική | alunon | alunojn |
aluno (eo)