alumeto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- alumeto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alumeto | alumetoj |
αιτιατική | alumeton | alumetojn |
alumeto (eo)
- το σπίρτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alumeto | alumetoj |
αιτιατική | alumeton | alumetojn |
alumeto (eo)