altviolono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- altviolono < altviolon- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altviolono | altviolonoj |
αιτιατική | altviolonon | altviolonojn |
altviolono (eo)
- το άλτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altviolono | altviolonoj |
αιτιατική | altviolonon | altviolonojn |
altviolono (eo)