altruisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altruisto | altruistoj |
αιτιατική | altruiston | altruistojn |
altruisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altruisto | altruistoj |
αιτιατική | altruiston | altruistojn |
altruisto (eo)