altlernejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altlernejo | altlernejoj |
αιτιατική | altlernejon | altlernejojn |
altlernejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altlernejo | altlernejoj |
αιτιατική | altlernejon | altlernejojn |
altlernejo (eo)