Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

alta < alt- + -a

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική alta altaj
αιτιατική altan altajn

alta (eo)

li estas tre alta - είναι πολύ ψηλός
alta pasvorta forteco - υψηλή ισχύς του συνθηματικού

ΑντώνυμαΕπεξεργασία