altiro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altiro | altiroj |
αιτιατική | altiron | altirojn |
altiro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altiro | altiroj |
αιτιατική | altiron | altirojn |
altiro (eo)