alteriĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alteriĝo | alteriĝoj |
αιτιατική | alteriĝon | alteriĝojn |
alteriĝo (eo)
- η πρόσβαση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alteriĝo | alteriĝoj |
αιτιατική | alteriĝon | alteriĝojn |
alteriĝo (eo)