alteniĝaĵo
(Ανακατεύθυνση από altenigxajxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alteniĝaĵo | alteniĝaĵoj |
αιτιατική | alteniĝaĵon | alteniĝaĵojn |
alteniĝaĵo (eo)
- συγκολλητικό υλικό, κολλητική ταινία
Άλλες γραφές
επεξεργασία- altenighajho στο H-sistemo
- altenigxajxo στο X-sistemo