alparo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alparo | alparoj |
αιτιατική | alparon | alparojn |
alparo (eo)
- το ζευγάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alparo | alparoj |
αιτιατική | alparon | alparojn |
alparo (eo)