alpano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alpano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alpano | alpanoj |
αιτιατική | alpanon | alpanojn |
alpano (eo)
- ο κάτοικος των Άλπεων
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alpano | alpanoj |
αιτιατική | alpanon | alpanojn |
alpano (eo)