alonĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alonĝo | alonĝoj |
αιτιατική | alonĝon | alonĝojn |
alonĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alonĝo | alonĝoj |
αιτιατική | alonĝon | alonĝojn |
alonĝo (eo)