alno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alno | alnoj |
αιτιατική | alnon | alnojn |
alno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alno | alnoj |
αιτιατική | alnon | alnojn |
alno (eo)