almozordeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozordeno | almozordenoj |
αιτιατική | almozordenon | almozordenojn |
almozordeno (eo)
- τάξη μοναχών που ζουν χάρη στην ελεημοσύνη