almozkesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozkesto | almozkestoj |
αιτιατική | almozkeston | almozkestojn |
almozkesto (eo)
- η ζητιανιά, η ικεσία για ελεημοσύνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozkesto | almozkestoj |
αιτιατική | almozkeston | almozkestojn |
almozkesto (eo)