allowable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | allowable |
συγκριτικός | more allowable |
υπερθετικός | most allowable |
Επίθετο
επεξεργασίαallowable (en)
- επιτρεπτός, παραδεκτός, που επιτρέπεται, ιδίως από το νόμο ή από ένα σύνολο κανόνων
- ⮡ an allowable speed - επιτρεπτή ταχύτητα
- ⮡ allowable evidence - παραδεκτή μαρτυρία
- ≈ συνώνυμα: admissible και permissible
Πηγές
επεξεργασία- allowable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 330, 654. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιτρεπτός, παραδεχτός