alkuro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkuro | alkuroj |
αιτιατική | alkuron | alkurojn |
alkuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkuro | alkuroj |
αιτιατική | alkuron | alkurojn |
alkuro (eo)