alkovo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkovo | alkovoj |
αιτιατική | alkovon | alkovojn |
alkovo (eo)
- η εσοχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkovo | alkovoj |
αιτιατική | alkovon | alkovojn |
alkovo (eo)