alciono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alciono | alcionoj |
αιτιατική | alcionon | alcionojn |
alciono (eo)
- η αλκυόνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alciono | alcionoj |
αιτιατική | alcionon | alcionojn |
alciono (eo)