albordiĝejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | albordiĝejo | albordiĝejoj |
αιτιατική | albordiĝejon | albordiĝejojn |
albordiĝejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | albordiĝejo | albordiĝejoj |
αιτιατική | albordiĝejon | albordiĝejojn |
albordiĝejo (eo)