alarmilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alarmilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alarmilo | alarmiloj |
αιτιατική | alarmilon | alarmilojn |
alarmilo (eo)
- η σειρήνα, ο συναγερμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alarmilo | alarmiloj |
αιτιατική | alarmilon | alarmilojn |
alarmilo (eo)