alabastro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alabastro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alabastro | alabastroj |
αιτιατική | alabastron | alabastrojn |
alabastro (eo)
- το αλάβαστρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alabastro | alabastroj |
αιτιατική | alabastron | alabastrojn |
alabastro (eo)